ορχηστικός

ορχηστικός
η , ό[ν]
1) танцевальный; 2) любящий пляски

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ορχηστικός" в других словарях:

  • ὀρχηστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορχηστικός — ή, ό (Α ὀρχηστικός, ή, όν) [ορχηστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρχηση, χορευτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η ορχηστική η τέχνη τού χορευτή αρχ. 1. ο κατάλληλος για όρχηση («τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ ὀρχηστικωτέραν εἶναι τὴν… …   Dictionary of Greek

  • ορχηστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρχηση ή τον ορχηστή. 2. ως ουσ., ορχηστική, η η τέχνη του χορού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρχηστικά — ὀρχηστικός of neut nom/voc/acc pl ὀρχηστικά̱ , ὀρχηστικός of fem nom/voc/acc dual ὀρχηστικά̱ , ὀρχηστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστικῶν — ὀρχηστικός of fem gen pl ὀρχηστικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστικόν — ὀρχηστικός of masc acc sg ὀρχηστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστικαί — ὀρχηστικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστικοῖς — ὀρχηστικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστικοί — ὀρχηστικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστικοῦ — ὀρχηστικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστικούς — ὀρχηστικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»